Τι ακριβώς έγινε με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;

Του Πέτρου Σταύρου

Το ότι οι τράπεζες πουλήθηκαν «αντί πινακίου φακής» σημαίνει ότι επιλέχτηκε ένα μοντέλο βίαιης και συνολικής ιδιωτικοποίησης τους για πολύ συγκεκριμένους λόγους.  Σε τι όμως εξυπηρετεί ο ακραίος ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και γιατί τον ονομάζουμε ακραίο; Η συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο κατέρρευσε στη κυριολεξία και από το 56% κατέληξε στο 20%. Ο τόσο απόλυτα ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών δεν μπορεί παρά να είναι ένα σήμα στην οικονομία και στην κοινωνία την ίδια για το ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Θα μιλήσουμε και εμείς για τον Πάνο Λάμπρου

Θα μιλήσουμε και εμείς για τον Πάνο Λάμπρου.

Όχι βέβαια για τον Πάνο Λάμπρου, θύμα των βρώμικων καταγγελιών και της απύθμενης κλάψας αυτού του ανεκδιήγητου τύπου της εγχώριας καθεστωτικής πολιτικής σκηνής, αυτού του λεμούριου της τάξης των πρωτευόντων, που επιλέχθηκε ελέω Τσίπρα για υπουργός, σε ευθεία και παρατεταμένη σύγκρουση με τις διαθέσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών του ίδιου του κόμματος και της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ.                                                                                                   
Ούτε βέβαια για τον Πάνο Λάμπρου, στοχοποιημένο και ευάλωτο στέλεχος του κυβερνητικού κόμματος, αποδέκτη λιβελλογραφημάτων  ακροδεξιάς κοπής από ένα συνασπισμό αρουραίων της ντόπιας κυριαρχίας, που δεν ανέχονται την ύπαρξη και των ελαχιστότερων  θυλάκων σε αυτό το κόμμα που να μην έχουν μπει στη φάση της βίαιης μνημονιακής προσαρμογής και της συστημικής τους εξημέρωσης.    
         
Μήτε ακόμη για τον Πάνο Λάμπρου, παράπλευρη απώλεια σε ένα ιδιότυπο και κραυγάζοντα ανταγωνισμό διαφόρων τμημάτων του βαθιού και απαράλλακτου στον σκληρό του πυρήνα κράτους (ΕΥΠ, αντιτρομοκρατική, κρατική γραφειοκρατία κ.ο.κ.), πόσο μάλλον όταν πρόσκαιρα διαταράσσονται κάπως, ’προαιώνιες’ δομές του σωφρονιστικού συστήματος, ως απότοκο του μεταρρυθμιστικού αποτυπώματος του ΣΥΡΙΖΑ, πριν τη συστημική του μετάλλαξη.         
                            
Ούτε καν για τον Πάνο Λάμπρου, εξιλαστήριο θύμα των ψυχροπολεμικών ιδεοληψιών της μεγάλης δυτικής υπερδύναμης αλλά και των ντόπιων συνοδοιπόρων της, περί δήθεν προσωπικής του συνδιαλλαγής με τρομοκράτες και ένοπλες οργανώσεις, αποκρύπτοντας και συσκοτίζοντας τον θεσμικό του ρόλο και τη συλλογική εντολή.  

Εμείς θα μιλήσουμε για τον δικό μας Πάνο Λάμπρου.
Για τον δικό μας Πάνο, αυτή την εμβληματική και διαχρονική φυσιογνωμία του κινήματος αλληλεγγύης στους κρατούμενους αυτής της χώρας, ακούραστο υποστηρικτή του δικαιώματος για αξιοπρέπεια στη ζωή στις φυλακές, πρωτοπόρο στους αγώνες για τον εξανθρωπισμό των συνθηκών κράτησης και τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος.

Εμείς θα μιλήσουμε για τον δικό μας Πάνο, όπως τον ζήσαμε στην  ομάδα του Ποδονίφτη στη Νέα Ιωνία, ως ένα αστείρευτο αλληλέγγυο γι’ αυτούς που ζουν στις γκρίζες μεριές των προσφυγογειτονιών αυτής της πόλης, αγωνιστή για την οικολογική ανάκαμψή της,  συμμέτοχο και πρωταγωνιστή από παλιά στη διάσωση του ρέματος του Ποδονίφτη, μια ζωή στις δεντροφυτεύσεις στου Βείκου,  αναπόσπαστο στοιχείο του αυτοδιοικητικού της γίγνεσθαι, άνθρωπο του ριζοσπαστικού μόχθου και της αξίας.

Ναι, θα μιλήσουμε και εμείς για τον Πάνο, που γνωρίζουμε πως εξυφάνθηκε στο υγρό τοπίο της ταξικής μεροληψίας από πιτσιρικάς, ένας κανονικός αριστερός χωρίς περιττές λογιοσύνες, πάνω από στέλεχος νοσταλγός του συμβολικού ΣΥΡΙΖΑ της ριζοσπαστικής αριστεράς, που πάντα ονειρεύεται κόντρα και ψάχνει τη διαφυγή για τη πολιτική μεταμόρφωση και τώρα δυστυχώς παραισθησιογονεί πάνω στις αναδυόμενες οσμές της σήψης του κομματικού του υποκειμένου.

 Η αίσθησή μας είναι ότι ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους πλέον από τον Πάνο. Κάποιοι από μας, από το τεφρώδες τώρα πια τοπίο του ΣΥΡΙΖΑ, πετάξαμε για αλλού. Όμως δεν ξεχνάμε ότι έχουμε αφήσει κάτω ένα Δαίδαλο, που σκάβει με μανία την άβυσσο ενός οξειδωμένου κομματικού τοπίου, νομίζοντας ότι θα βρει φως. Θα είμαστε πάντα αλληλέγγυοι στον Πάνο Λάμπρου, σε αυτόν τον ‘τσιγγάνο’ της πολιτικής ζωής, που το μόνο πράγμα που του βρίσκουν για να του απαλλοτριώσουν, είναι τις λέξεις του                                                                                       
Ποδονίφτης

Ρεύμα κριτικής και δράσης των καιρών στη Νέα Ιωνία

Ψήφισμα γενικής συνέλευσης ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Νέας Ιωνίας

Ψήφισμα γενικής συνέλευσης ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Νέας Ιωνίας

Η ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Νέας Ιωνίας:

1. Υποστηρίζει ότι μετά από 5 μήνες σκληρής διαπραγμάτευσης, στις 13 Ιουλίου στις Βρυξέλλες, συντελέστηκε το πιο άθλιο πολιτικό-οικονομικό πραξικόπημα σε βάρος του λαού μας, λειτουργώντας εκβιαστικά και τιμωρητικά για την Ελλάδα και προς παραδειγματισμό κάθε άλλης χώρας που ενδέχεται να διανοηθεί να «σηκώσει κεφάλι».

 2. Εκφράζει την αντίθεσή της στη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές.  Η συμφωνία αυτή είναι σε αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποφασίστηκε στο ιδρυτικό του συνέδριο και δεν αντανακλά ούτε κατ’ ελάχιστον το αξιακό φορτίο της Αριστεράς. Είναι ένα ακόμα σκληρό μνημόνιο και είμαστε αντίθετοι τόσο με τη ψήφιση, όσο και την υλοποίηση του.

3. Καταδικάζει την αντιδημοκρατική παράκαμψη του ηρωικού ΟΧΙ του ελληνικού λαού που εκφράστηκε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη. Ένα ΟΧΙ που αφού πρώτα τρομοκράτησε όλη την άρχουσα τάξης της Ελλάδας και της Ευρώπης μια και εκφράστηκε σε συνθήκες πρωτοφανούς τρομοκρατίας και με τις τράπεζες κλειστές, μετατράπηκε πολύ γρήγορα από την ελληνική κυβέρνηση σε ΝΑΙ. Τα μέτρα που φέρνει τώρα η κυβέρνηση με το 3ο Μνημόνιο είναι πολύ χειρότερα από αυτά που απέρριψε ο ελληνικός λαός με το ΟΧΙ της 5ης Ιούλη.

4. Εκτιμά ότι την ευθύνη την ανυπαρξία επεξεργασίας εναλλακτικού σχεδίου στο ενδεχόμενο ρήξης με τους δανειστές την έχει η ηγεσία του κόμματος που λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί παραβιάζοντας όχι μόνο τις συλλογικές εσωκομματικές διαδικασίες αλλά επίσης τις καταστατικές αρχές, τα συνεδριακά κείμενα, τις προεκλογικές εξαγγελίες και την ίδια τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.

5. Υποστηρίζει την επιστολή των 109 μελών της ΚΕ του κόμματος που είναι αντίθετοι με τη συμφωνία και ζητούν άμεση σύγκλιση του οργάνου. Είναι η ώρα, το κόμμα στο σύνολό του, να περιφρουρήσει τον ριζοσπαστικά αριστερό, αντιμνημονιακό χαρακτήρα του, τις συνεδριακές αποφάσεις του και πάνω απ' όλα, τις δεσμεύσεις του απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και να αποφύγει μια εξέλιξη με αρνητικές συνέπειες. Γιατί τα κόμματα της Αριστεράς ένα και μοναδικό λόγο ύπαρξης έχουν: να υπηρετούν το λαό.

6. Ως  εκ τούτου η οργάνωση μελών του ΣΥΡΙΖΑ Νέας Ιωνίας εκφράζει την αγωνιστική διάθεση και τη μαχητική της ετοιμότητα να παλέψει και να ανατρέψει τα μέτρα του 3ου μνημονίου με κάθε τρόπο και με ότι συνεπάγεται αυτό. Αυτό άλλωστε έκανε η οργάνωσή μας ενάντια σε κάθε μνημονιακό και αντιλαϊκό μέτρο όλα τα προηγούμενα χρόνια. Στηρίζουμε τoν ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι επιμένουμε και αγωνιζόμαστε να πετύχει τους προγραμματικούς του στόχους, αρνούμενοι  την αναίρεση της φυσιογνωμίας του.



Το ελληνικό πείραμα και το μέλλον της Ευρώπης




Αναδημοσίευση από http://www.epohi.gr/portal/
18.05.2015







Στις 5 Μαΐου, προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθήνας, ο γνωστός γάλλος διανοητής Ετιέν Μπαλιμπάρ μίλησε για το λαϊκισμό, την ιδεολογική χρήση και κατάχρηση του όρου και τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων αντιπάλων του. Ξεκίνησε την ομιλία του με μια εκτενή αναφορά στη μελέτη των Γιάννη Σταυρακάκη και Νικόλα Σεβαστάκη, “Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση” (Αθήνα, 2012), για να καταλήξει σε μια έκθεση των απόψεών του για τη σημασία που έχει η αντιμετώπιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο αφορά την κατανόηση της νέας δομής εξουσίας, που διαμορφώνεται στη διάρκεια της κρίσης στην Ευρώπη. 



Του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει μια τεράστια ελπίδα και ένα παράδειγμα που αξίζει να εκλαϊκευτεί σε όλη την Ευρώπη. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει ξενοφοβία και στην Ελλάδα. Ξέρουμε όλοι ότι υπάρχει. Αυτές τις μέρες ξεκίνησε η δίκη ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μια γραμμή υπεράσπισης του έθνους απέναντι στην ανθρωπιστική κρίση και την εκποίηση του εθνικού πλούτου, χωρίς να βυθιστεί στον αντιευρωπαϊκό εθνικισμό ή σε μια ξενοφοβική στάση απέναντι στους ξένους (...)
Όμως, κατά μεγάλο μέρος η απάντηση στο ερώτημα ποιες δυνατότητες αντίστασης και δημοκρατικής επανοικοδόμησης της Ευρώπης υπάρχουν, καθώς και στο ερώτημα αν η έννοια του «λαϊκισμού» μάς επιτρέπει να τις αντιληφθούμε με πρόσφορο τρόπο, εξαρτάται προφανώς από τον τρόπο με τον οποίο αναλύουμε τις δομές εξουσίας και τους συσχετισμούς δύναμης στην Ευρώπη σήμερα, καθώς και τη φύση τής διαδικασίας εκδημοκρατισμού που θα έπρεπε να αντιπαραθέσουμε στις αλλαγές που υλοποιούνται.
Εδώ είναι που χρειάζεται πραγματικά, κατά τη γνώμη μου, μια διαφορετική ορολογία, ακόμα κι αν θα οδηγούμασταν στη χρήση της κατηγορίας «λαϊκισμός», προκειμένου να προκαλέσουμε την προσοχή και να δώσουμε έναυσμα για σκέψη. Στρέφοντάς τη, βέβαια, εναντίον εκείνων που τη χρησιμοποιούν σαν φόβητρο.

Ένας ευρωπαϊκός λαϊκισμός

Πριν από μερικά χρόνια είχε πει ότι χρειαζόμαστε έναν «ευρωπαϊκό λαϊκισμό» ή έναν «λαϊκισμό σε ευρωπαϊκή κλίμακα». Δεν το αναιρώ, αλλά νομίζω ότι δεν αρκεί, γιατί οι διαδικασίες απο-δημοκρατισμού που εξελίσσονται στην Ευρώπη και στον κόσμο, είναι πολύ πιο σύνθετες από μια απλή μονοπώληση της εξουσίας από μια «ελίτ» ή μια «ολιγαρχία» του χρήματος και της γνώσης, και γιατί τα μέτωπα πάλης είναι πολύ περισσότερα και πιο ποικίλα από μια απλή «επιστροφή του λαού» στην πολιτική σκηνή, με την παλιά έννοια του όρου. Πρόκειται για την αναδημιουργία του πολιτικού μέσα από την τρέχουσα κρίση: όχι όπως ήταν πριν και εκεί που βρισκόταν πριν, αλλά σε μια νέα σκηνή και με νέες μορφές.
Θα πρόσθετα, λοιπόν, τουλάχιστον τη διατύπωση δημοκρατική επινόηση (διατύπωση προερχόμενη από ένα βιβλίο του Κλοντ Λεφόρ του 1981, που αναφερόταν στην αντίσταση στα δικτατορικά καθεστώτα του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, αλλά ταιριάζει πολύ καλά σε ένα μέρος των σημερινών κινημάτων για τη συμμετοχή και τον έλεγχο των αιρετών εκπροσώπων του λαού, όπως υποστηρίζει για παράδειγμα το Ποδέμος στην Ισπανία, σε συνδυασμό με την πάλη κατά της δομικής στο κράτος και την πολιτική τάξη διαφθοράς).
Θα πρόσθετα, επίσης, τη διατύπωση ανάπτυξη της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη, όχι με την έννοια ενός κοινού διαβατηρίου ή απλά με το δικαίωμα ψήφου για την εκλογή της ευρωβουλής, που δεν διαθέτει πραγματική εξουσία, αλλά με την έννοια μιας κινητοποίησης στη βάση, πάνω από σύνορα, σε κινήματα που αποσκοπούν στη θεσμική αναμόρφωση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Κοινοί στόχοι δεν λείπουν: από την υπεράσπιση και την εξίσωση των εργατικών δικαιωμάτων, ώστε να περιοριστεί ο ανταγωνισμός που υφίσταται μεταξύ των μισθωτών της ηπείρου, και την καταπολέμηση της προσωρινής εργασίας, μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος ή την αλληλεγγύη προς το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί ένα είδος ελάχιστης προϋπόθεσης για το νέο διεθνισμό που χρειαζόμαστε σήμερα.
Βέβαια, συνειδητοποιώ πλήρως ότι δεν αρκεί να επαναλαμβάνουμε «θα έπρεπε» και «έχουμε ανάγκη»... Χρειάζεται να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, και εδώ έχει σημασία να κατανοήσουμε με τι είδους δομή εξουσίας μάς κυβερνούν σήμερα ή ασκούν την ηγεμονία τους σ’ εμάς, ως ευρωπαίους πολίτες.

Μεταδημοκρατικός φεντεραλισμός

Ο Χάμπερμας έχει επινοήσει μια διαφωτιστική διατύπωση: μιλάει για «εκτελεστικό μεταδημοκρατικό φεντεραλισμό». Από την πλευρά μου, εδώ και μερικά χρόνια, όταν άρχισε την δράση της η τρόικα ασκώντας την ψευδοκυρίαρχη εξουσία της, ειδικότερα όταν αντικαταστάθηκαν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας με παρέμβασή της, είχα μιλήσει για μια «επανάσταση εκ των άνω», μια κατηγορία δανεισμένη από τον παραδοσιακό μαρξισμό, την οποία κι αυτός είχε δανειστεί από τον Μπίσμαρκ.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για μια «προληπτική αντεπανάσταση», που επιτρέπει την εμφάνιση νέων πολιτικών δομών με στόχο την εξασφάλιση της ουδετεροποίησης των δημοκρατικών δυνάμεων. Παραδόξως, κάτω από τα επιφαινόμενα της τεχνοκρατικής «διακυβέρνησης» και του οικονομικού ορθολογισμού λειτουργούν δομές αποπολιτικοποίησης ή ουδετεροποίησης της πολιτικής, οι οποίες φυσικά αντιπροσωπεύουν έναν τρόπο άσκησης πολιτικής.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι αυτές οι δομές συνδυάζουν πολλά είδη εξουσίας, π.χ. της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, δηλαδή μεταφέρουν απ’ ευθείας στους κόλπους της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση, αν και τα συμφέροντα δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Εμπεριέχουν, όμως, και τις εξουσίες των κυρίαρχων κρατών στην Ευρώπη, κυρίως της Γερμανίας, που οι ηγέτες της σήμερα υπηρετούν τα συμφέροντα του εξαγωγικού εθνικού κεφαλαίου της, σε ανταγωνισμό με άλλα εθνικά κράτη. Τέλος, περιλαμβάνουν τις εξουσίες της τεχνοκρατίας, δηλαδή της Κομισιόν των Βρυξελλών.
Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι όλο αυτό το σύμπλεγμα υπακούει σε μία και μόνη βούληση, σε ένα και μόνο συμφέρον, όπως υποθέτει η κλασική μαρξιστική εκδοχή- που κάποτε ήταν η «ορθόδοξη» άποψη – δηλαδή του κράτους που υπακούει στη βούληση μιας κυρίαρχης τάξης, ή μάλλον της επιτρέπει να σχηματιστεί και να αποκτήσει αυτοσυνειδησία. Υπ’ αυτή την έννοια το συμπέρασμα θα ήταν: ας καταστρέψουμε αυτή τη δομή, ή, απλούστατα, ας βγούμε από αυτήν. Ας επωφεληθούμε από την κρίση, για να ασκήσουμε το «δικαίωμα της φυγής», ξεκινώντας από το δικαίωμα εξόδου από το ασφυκτικό πλαίσιο του κοινού νομίσματος και εκείνων που το διαχειρίζονται.
Δεν ισχυρίζομαι ότι αποκλείεται να αναγκαστούμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Λέω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πλήρως το γεγονός ότι τα αποτελέσματα για κάθε λαό ξεχωριστά, αρχής γενομένης από τους πιο αδύναμους μέσα στην κρίση, αλλά και για την Ευρώπη στο σύνολό της, θα κινδύνευαν να αποδειχθούν καταστροφικά, γιατί η αποδόμηση ή η «έξοδος» δεν ρυθμίζουν κανένα από τα προβλήματα της ανάπτυξης, της αλληλεξάρτησης και της αλληλεγγύης, της ρύθμισης του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κρατών και παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς, από την οποία εξαρτάται σήμερα κάθε έθνος.

Η δομή της ευρωπαϊκής εξουσίας

Γι’ αυτό χρειάζεται να κάνουμε μια πιο σύνθετη ανάλυση αυτής της δομής εξουσίας, των συγκρούσεων που τη διαπερνούν και των δυνατοτήτων εκδημοκρατισμού και πολιτικής παρέμβασης που μπορεί παρ’ όλα αυτά να προσφέρει, έτσι ώστε να οικοδομηθεί μια πραγματική εναλλακτική πρόταση και όχι απλά να εκφραστεί μια άρνηση ή μια αμυντική αντίδραση, όσο αναγκαία κι αν είναι.
Θα έλεγα (και παρακαλώ να μην εκληφθεί σαν δημαγωγία επειδή μιλώ στην Αθήνα) ότι εδώ πρέπει να εφαρμόσουμε το «θεώρημα Πουλαντζά»: οι ταξικοί αγώνες, οι κοινωνικοί αγώνες, και οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ εκδημοκρατισμού και αποδημοκρατισμού διεξάγονται στους κόλπους του ίδιου του κράτους. Αυτό, όμως, που ίσχυε για το κλασικό αστικό και ιμπεριαλιστικό κράτος-έθνος, για το οποίο μιλούσε ο Πουλαντζάς, δεν ισχύει κατά μείζονα λόγο για μια δομή εξουσίας τόσο σύνθετη και αντιθετική, όπως της σημερινής Ευρώπης;
Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα στις αντιπαραθέσεις μεταξύ μαρξιστών, μεταμαρξιστών και οπαδών της εναλλακτικής Ευρώπης. Δεν έχει ακόμα διευθετηθεί το ζήτημα αυτό... Έχω την εντύπωση ότι μπορούμε να το διακρίνουμε στον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί χειρίζονται το πρόβλημα που τους θέτει η αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα.
Βέβαια, η πολυπλοκότητα και οι εσωτερικές εντάσεις δεν είναι και τόσο ορατές, ιδιαίτερα γιατί σ’ αυτόν το «μεγάλο συνασπισμό» διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ αυτών στην πρώτη γραμμή η Γαλλία, δεν πήραν την ευθύνη να επεξεργαστούν εναλλακτικά σχέδια. Αλλά, αν σκεφτούμε λίγο, μπορούμε να δούμε ότι οι λόγοι που ωθούν την τρόικα σε αδιάλλακτη στάση στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγοντας στο μπλοκάρισμα που παρατηρούμε, βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα, τα οποία δεν συμπίπτουν αναγκαστικά.

Να μην εξαπλωθεί το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ

Υπάρχει ένα επίπεδο το οποίο είναι πολύ προφανές και ανταποκρίνεται σε μια αρκετά ταξική ανάλυση: κοινή βούληση όλων των συνιστωσών της ηγεμονικής δομής στην Ευρώπη είναι να μην εξαπλωθεί το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να ξεριζωθεί η κακή φύτρα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα, ώστε η ελληνική δημοκρατική απόπειρα να αποτύχει όσο γίνεται πληρέστερα και γρηγορότερα: είτε με την πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είτε-ακόμα καλύτερα – με την εγκατάλειψη των στόχων της, ει δυνατόν πριν γίνουν ευαίσθητες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως της Ισπανίας.
Όμως, μια πρόκληση αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχει αρκετά υψηλούς κινδύνους: όχι μόνο να προκληθούν λαϊκές κινητοποιήσεις, που στο σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο θα είχαν αρκετά καταστροφικά ηθικά και πολιτικά αποτελέσματα, αλλά και να πλήξουν την εξαιρετικά πρόσκαιρη σταθερότητα του ίδιου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου συντίθενται δημόσια και ιδιωτικά χρέη διαφόρων χωρών. Το περιβάλλον του κ. Σόιμπλε διαδίδει επίμονα ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα, ώστε μια έξοδος της Ελλάδας να μην έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στις τράπεζες και τα άλλα κράτη, αλλά τίποτα δεν είναι πιο αβέβαιο από αυτή τη διαβεβαίωση.
Εδώ αγγίζουμε ένα άλλο καθοριστικό επίπεδο στην πολιτική των ευρωπαϊκών εξουσιών που συνασπίστηκαν εναντίον της Αθήνας: ένα επίπεδο οικονομικής τάξης, ή μάλλον ένα επίπεδο που εκφράζει μια οικονομική ψευδαίσθηση, και ένα είδος μαγικής στρατηγικής για τον εξορκισμό των κινδύνων. Η Ευρώπη δεν ρύθμισε κατά κανένα τρόπο τις κερδοσκοπικές τραπεζικές πράξεις μετά το 2008 (όπως κατά ένα τρόπο έκαναν οι ΗΠΑ) και συνεπώς είναι όσο ποτέ άλλοτε εκτεθειμένη στον κίνδυνο από νέες κερδοσκοπικές φούσκες ή νέες χρεοκοπίες, όπως εκτιμούν πολλοί οικονομολόγοι. Όμως, πιστεύει ότι μπορεί να ξορκίσει τον κίνδυνο αυτό μεταφέροντας το κύριο βάρος στους Έλληνες ή, ενδεχομένως, στέλνοντας στο εξωτερικό με τον ελληνικό προϋπολογισμό, ένα μεγάλο μέρος μη αξιόχρεων απαιτήσεων.
Πρόκειται για έναν υπολογισμό εξαιρετικά ριψοκίνδυνο, με τον οποίο δεν είναι βέβαιο ότι θα συντάσσονται όλοι ως το τέλος. Αυτός ο πολιτικός υπολογισμός, δηλαδή να γίνει τιμωρητικό «παράδειγμα» η Ελλάδα, επειδή οι πολίτες της τόλμησαν να αμφισβητήσουν συλλογικά τη μεταχείριση που υπέστησαν επί πέντε χρόνια, είναι πραγματικός. Θα ήταν,όμως, κάπως αφηρημένη και παρανοϊκή ακόμα η αντιμετώπισή του, αν τον απομονώναμε από τα συμφραζόμενα και τον παρουσιάζαμε σαν αναμέτρηση Δαβίδ και Γολιάθ, ευρωπαϊκού κεφαλαίου και ελληνικού λαού, υπερεθνικής τεχνοδομής και εθνικής κυριαρχίας ή λαϊκής θέλησης.

Η «μοιρασμένη κυριαρχία»

Προφανώς, για να έχουν αυτές οι θεωρήσεις κάποια πολιτική αξία στη σημερινή συγκυρία, πρέπει στην Ευρώπη οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού να αναζωογονηθούν, για να μην πούμε να ανασυσταθούν. Πρέπει, λοιπόν, οι δυνάμεις να αποκρυσταλλωθούν και να αλληλοϋποστηριχθούν. Να καλύψουν όλα τα επίπεδα δημοκρατικής επινόησης και δράσης των πολιτών: από την αναγέννηση της κοινωνικής και ιδεολογικής σύγκρουσης μέχρι την απαίτηση πιο μεγάλης αλληλεγγύης και συνεπώς πιο μεγάλης ισότητας δικαιωμάτων και εξουσιών μεταξύ των ευρωπαικών λαών. Χωρίς αυτή, η μερική παράδοση της εθνικής κυριαρχίας ή, πιο θετικά, το πέρασμα στη «μοιρασμένη κυριαρχία», θα ήταν μια φενάκη. Γιατί θα ήταν απλώς το προκάλυμμα της εφαρμογής του δίκαιου του ισχυροτέρου, της άνισης ανάπτυξης των περιφερρειών της Ευρώπης, ή ακόμα της αποικιοποίησης μερικών χωρών της από κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες(...)
Σε ορισμένα πρόσφατα κείμενά μου προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τη γκραμσιανή κατηγορία της μεσοβασιλείας , για να χαρακτηρίσω την παρούσα κατάσταση στην Ευρώπη και τα «παθολογικά» αποτελέσματα που συνεπάγεται. Αναφέρθηκαν κι άλλοι σ’ αυτήν, ειδικότερα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Η καλπάζουσα ανάπτυξη των εθνικισμών αποτελεί μέρος αυτών των παθολογικών αποτελεσμάτων, όχι μόνο επειδή – για πολύ ίσως, αν όχι για πάντα, γιατί η ιστορία «δεν σερβίρει δυο φορές τα πιάτα», όπως συνηθίζουμε να λέμε – τείνει να καταστρέψει τους ίδιους τους όρους της αλληλέγγυας οικοδόμησης των ευρωπαϊκών εθνών, το καθένα από τα οποία έχει απόλυτη ανάγκη να περάσει στο μέλλον με καταφατικό τρόπο, αλλά επειδή συνεπιφέρει θανάσιμους κινδύνους για τη δημοκρατική και την πολιτική (civique) ικανότητα (όπως δείχνει η τάση υπεροχής τής από τα δεξιά και από τα αριστερά επίκλησης της κυριαρχίας στην Ευρώπη).

Από την ενωμένη Ευρώπη στο ρατσισμό

Όμως δεν βάζω όλους τους εθνικισμούς στο ίδιο τσουβάλι, ούτε εν γένει ούτε στη συγκεκριμένη στιγμή. Για μια ακόμη φορά η σημασία τους εξαρτάται από τις περιστάσεις και τις απαιτήσεις, που δεν είναι ίδιες για όλο τον κόσμο. Και κυρίως βλέπω ότι η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας δεν φορτίζεται παντού με το ίδιο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο: αλλού σε πρώτο πλάνο μπαίνει το φαντασιακό της εθνικής ή σαφέστατα της φυλετικής ταυτότητας, αλλού η υπεράσπιση ορισμένων αξιών βασικής κοινωνικής αλληλεγγύης και η αντίσταση στην εξολόθρευση των πιο αδύναμων μέσω του ανταγωνισμού και της καταλήστευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών.
 Γι’ αυτό, αν και έχω πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός που τη στηρίζει κατά πλειοψηφία, βρίσκονται σε μια κατάσταση εξαιρετικά λεπτή, μια κατάσταση επικίνδυνη, αλλά όχι απελπιστική, ξαναλέω ότι η πολιτική τους είναι φορέας θεμελιώδους ελπίδας για όλους εμάς, τους πολίτες της Ευρώπης και οπαδούς μιας άλλης Ευρώπης. Μιλώντας, λοιπόν, ως Γάλλος και ως Ευρωπαίος λέω: ας συζητήσουμε όλες τις στρατηγικές, όλους τους συσχετισμούς, όλες τις εναλλακτικές, αλλά ας μη φεισθούμε την υποστήριξή μας, γιατί είναι το μέλλον μας που διακυβεύεται. Το μέλλον μας δεν είναι η συνέχιση του σημερινού θεσμικού συστήματος εξουσίας, που έχει επικρατήσει επωφελούμενο ιστορικών περιστάσεων που είναι εξαιρετικά δυσμενείς για το πλήθος, το οποίο αποτελεί το πιο σημαντικό μέρος του δήμου. Δεν είναι, όμως, το μέλλον μας ούτε η διάλυση κάθε ευρωπαϊκού σχεδίου, είτε συμβεί με τη μορφή ενός σχεδίου επιστροφής στη φυλετική καθαρότητα, όπως ονειρεύεται το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, είτε με την πολύ πιο ευγενή και αξιοσέβαστη μορφή μιας ανανεωμένης στρατηγικής του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», όπως πιστεύω ότι διαβάζω στις θέσεις ορισμένων συντρόφων της ορθόδοξης μαρξιστικής αριστεράς, που τη θεωρώ εσφαλμένη.
Πρέπει να τα αποσαφηνίσουμε όλα αυτά και η συζήτηση για το νόημα και τη χρήση της κατηγορίας του «λαϊκισμού» σίγουρα θα συμβάλει. Χωρίς μια άλλη Ευρώπη δεν θα υπάρξει καν Ευρώπη, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός είναι καταστροφέας κάθε αλληλεγγύης, κάθε κοινοτικού σχεδίου. Και χωρίς Ευρώπη δεν θα υπάρχουν πια έθνη, ή θα υπάρχουν έθνη σκλάβοι της αγοράς. Ας το επαναλάβουμε, όμως, όσες φορές χρειαστεί, ότι αυτό προϋποθέτει ότι η Ευρώπη δεν θα είναι απλό και καθαρό εργαλείο τού ανταγωνισμού. Χρειάζεται να τη μεταμορφώσουμε εν θερμώ, μέσα από την κρίση. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, αλλά κάθε φρένο που μπαίνει στις κυρίαρχες σήμερα πολιτικές τής λιτότητας, είναι από μόνο του επαναστατικό, καθώς ανοίγει τη δυνατότητα σε εναλλακτικές λύσεις και σε εκδηλώσεις υποστήριξης που τις συγκεκριμενοποιούν πολιτικά. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, ο στενός, ο πολύ στενός δρόμος που βαδίζει σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγεί σ’ αυτή την κατεύθυνση, και γι’ αυτό είμαι μαζί με όσους την υπερασπίζονται και την ενθαρρύνουν.

Είναι εφικτό από οικονομική σκοπιά ένα σενάριο ρήξης με τους δανειστές; του Πέτρου Σταύρου



Αναδημοσίευση από http://rednotebook.gr/
  • 20.05.2015


Όλα δείχνουν πως η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές οδεύει σε μια οριστική λύση ή μια πιο συγκεκριμένη μεταβατική φάση. Ανεξάρτητα από την κατάληξή της, το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτής της διαπραγμάτευσης ήταν ότι διεξαγόταν, όλον αυτόν τον καιρό, σε συνθήκες ωμού εκβιασμού. Αν υπάρξει λοιπόν τελική συμφωνία, και λόγω της εξαιρετικά αποτελεσματικής εκβιαστικής τακτικής των δανειστών, η συμφωνία αυτή δεν θα απέχει πολύ από έναν «επώδυνο» συμβιβασμό. Για να το πούμε αλλιώς: Αν η πολιτική των δανειστών είναι η πολιτική της υπερλιτότητας (συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα του 4,5% για σειρά ετών), η πολιτική του «επώδυνου» συμβιβασμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πολιτική της ήπιας υπερλιτότητας (συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα με μέσο όρο πάνω από 2%). Τα πράγματα, λοιπόν, μπαίνουν εκβιαστικά και από τους δανειστές και από την ίδια την σφοδρότητα των μέτρων που έρχονται. Η ρήξη δεν είναι επιλογή, αλλά μάλλον αναγκαιότητα, καθώς οι δανειστές έχουν επιλέξει και αυτοί την ρήξη. Η ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων απαιτεί την ρήξη. Τα συμφέροντα των δικών μας εκπροσωπήσεων τι απαιτούν;
Είναι όμως η ρήξη οικονομικά δικαιολογημένη; Μπορεί να στηριχθεί σε ένα εφικτό και ελπιδοφόρο σχέδιο η θα πρόκειται για ένα άλμα στο κενό και μια χρηματοοικονομική «κουβανοποίηση» της χώρας; Για να μπορέσουμε να σχηματοποιήσουμε μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια παραστατική απεικόνιση των χρηματοροών της οικονομίας για να συνάγουμε, κατόπιν, τα πολιτικά μας συμπεράσματα.
Οι πηγές και οι «καταβόθρες» του χρήματος
Οι πηγές του χρήματος σε μια οικονομία είναι, σε αδρές γραμμές, τρεις:
α) Τα δημοσιονομικά ελλείμματα (περισσότερες δημόσιες δαπάνες από φορολογικά έσοδα),
β) η πιστωτική επέκταση (περισσότερα νέα δάνεια από αποπληρωμές - επιστροφές δανείων) και
γ) το θετικό ισοζύγιο των εξαγωγών με τις εισαγωγές.
Όταν συμβαίνουν τα προηγούμενα, τότε η ποσότητα χρήματος στην οικονομία αυξάνεται. Αντίθετα, όταν έχουμε δημοσιονομικά πλεονάσματα (λιγότερες δαπάνες από φορολογικά έσοδα), πιστωτική συρρίκνωση (λιγότερα νέα δάνεια από αποπληρωμές δανείων) και αρνητικό ισοζύγιο εξαγωγών/ εισαγωγών, τότε έχουμε εκροή χρήματος από την οικονομία.
Τι συμβαίνει με την πολιτική των μνημονίων στο παραπάνω χρηματοδοτικό κύκλωμα; Η πολιτική των μνημονίων είναι η πολιτική ελέγχου της οικονομίας από τις δυνάμεις του ευρωπαϊκού και εγχώριου νεοφιλελευθερισμού. Με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, οι δυνάμεις αυτές αποσπούν χρήματα από την οικονομία που κατευθύνονται προς τους δανειστές (εκροή χρήματος). Με την πιστωτική συρρίκνωση και τη διατήρηση σε αμείωτα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους (κόκκινα δάνεια κ.λπ) εκρέει χρήμα από την οικονομία και «μπαζώνει» τις «τρύπες» στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Η μόνη χρηματική εισροή που απομένει είναι η αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές. Γι' αυτό το ΔΝΤ επιμένει στους χαμηλούς μισθούς και τις σκληρές εργασιακές σχέσεις. Η ύφεση μειώνει δραστικά τις εισαγωγές και οι εξαγωγές αυξάνονται.
Έτσι, η μνημονιακή πολιτική στοχεύει στην εκροή χρήματος από την οικονομία για να πληρώνονται οι δανειστές και να στηρίζεται το υπερσυγκεντρωμένο τραπεζικό σύστημα. Η μόνη δυνητική εισροή χρήματος που απομένει, δηλαδή οι εξαγωγές, για να διατηρηθούν υψηλές, πρέπει η λιτότητα στην ελληνική οικονομία να είναι πιο μεγάλη από την λιτότητα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Μόνο έτσι θα εισρεύσει χρήμα στην οικονομία. Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό από το χρήμα που θα εισρεύσει στην οικονομία από τις εξαγωγές θα πάει στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων: όσο δε αυτές δεν φορολογούνται επαρκώς, και οι εργασιακές σχέσεις στο εσωτερικό τους είναι διαλυμένες, αυτοί που θα κερδίσουν είναι οι ιδιοκτήτες τους και όχι οι εργαζόμενοι ή το δημόσιο.
Βλεπούμε λοιπόν πως μια οικονομία που είναι αποκλεισμένη από την αγορά κεφαλαίων ελέγχεται πλήρως από την μνημονιακή πολιτική. Όλο το χρηματοδοτικό κύκλωμα συγκεντρώνει το χρήμα στα χέρια των καπιταλιστών, είτε αυτοί είναι ξένοι είτε εγχώριοι, είτε είναι καπιταλιστές του χρήματος είτε καπιταλιστές της παραγωγής. Από εκεί και ύστερα, η αυθόρμητη σύγκεντρωση των οικονομικών κλάδων σε λίγες επιχειρήσεις, που αποτελεί μια διαδικασία ισχυροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων στο επίπεδο της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, θα λύσει τα υπόλοιπα ενδοκαπιταλιστικά θέματα της διανομής ισχύος μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, πέρα και κάτω από το θεσμικό πλαίσιο του μνημονίου.
Η πολιτική της ρήξης είναι και αυτή μια πολιτική ελέγχου της οικονομίας
Μια πολιτική ρήξης με τους δανειστές, που θα είναι επιλογή της κυβέρνησης και των εκπροσωπούμενων από αυτήν λαϊκών συμφερόντων, και όχι αποτελέσμα της αδιαλλαξίας των δανειστών, πρέπει όχι απλά να αθετήσει κάποιες πληρωμές προς το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ, αλλά και να αναδιατάξει το χρηματοδοτικό κύκλωμα που περιγράφηκε παραπάνω. Εκείνο που χρειάζεται δηλαδή είναι μια ενοποιημένη στρατηγική απόσπασης του ελέγχου της οικονομίας από τις μνημονιακές πολιτικές. Όσο πιο πετυχημένη και καλά οργανωμένη είναι μια τέτοια πολιτική, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας – και τόσο πιο μακροπρόθεσμη η υπέρβαση των πολιτικών λιτότητας. Μια απλή αθέτηση πληρωμών, χωρίς συνολικές πολιτικές σε όλα τα σημεία εισροών και εκροών των χρηματοδοτικών κυκλωμάτων θα καταλήξει, αργά ή γρήγορα, σε ένα νέο μνημόνιο με τους δανειστές.
Ας δούμε τι μπορεί να γίνει με τις πηγές χρήματος κάτω από μια πολιτική επαναδιευθέτηση των χρηματοροών, στην προοπτική σύγκρουσης με την ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας. Η έναρξη αυτής της πολιτικής γινεται με αθέτηση πληρωμών και αμέσως μετά ο κρατικός προϋπολογισμός ισοσκελίζεται (κανένα πλεόνασμα) και μια «διαρροή» χρήματος κλείνει. Ο ισοσκελισμός του κρατικού προϋπολογισμού μπορεί να γίνει στη βάση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος, όπου οι φόροι που συλλέγονται χρηματοδοτούν το κοινωνικό κράτος και όχι δαπάνες τοκοχρεωλυσίων.
Ταυτόχρονα το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αποκοπεί από την πολιτική κηδεμονία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό το μέτρο δεν είναι απλώς έλεγχος κεφαλαίων, πράγμα που θα μπορούσε να το επιβάλει από μόνη της και η ΕΚΤ. Στην ουσία προστατεύει τις υπάρχουσες καταθέσεις τόσο από την «φυγή» κεφαλαίων όσο και από την απαγόρευση χρήσης τους που θα επιβληθεί από την ΕΚΤ και τους νέους εποπτικούς μηχανισμούς του ενοποιημένου ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Στη συνέχεια, και εχοντας επιβάλει σφιχτό πολιτικό έλεγχο στις τράπεζες, θα πρέπει να επιχειρηθεί μια νέα επεκτατική πιστωτική πολιτική, ώστε με την αύξηση του πιστωτικού χρήματος να χρηματοδοτηθούν νέες συγκεκριμένες επενδυτικές ανάγκες ή ακόμα και τρέχουσες δαπάνες του δημοσίου που δεν μπορούν να καλυφθούν από την συλλογή των φόρων. Με αυτό τον τρόπο, μια ακόμα πηγή χρήματος αποκαθίσταται και η νεά πιστωτική πολιτική έρχεται να αντιστρέψει την «καταστροφή» χρήματος που δημιουργεί η απομόχλευση και το ιδιωτικό χρέος στις τράπεζες.
Ας προχωρήσουμε όμως παρακάτω στην τρίτη πηγή χρήματος. Στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα η στρατηγική υποκατάστασης εισαγωγών, η εμφαση στη νέα επιχειρηματικότητα της κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας, ο ποιοτικός τουρισμός και η ανάπτυξη μιας νέας μεταποίησης μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές και κατά συνέπεια τις χρηματικές εισροές σε σχέση με τις εκροές. Άλλωστε, λόγω της πολυετούς ύφεσης, το εμπορικό έλλειμμα μπορεί πολύ εύκολα να μηδενιστεί και να αντιστραφεί σε πλεόνασμα. Η τρίτη πηγή χρήματος έχει αποκατασταθεί σε μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε νέο νόμισμα και πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.
Με την παραπάνω στρατηγική έχουμε ελαχιστοποιήσει τις χρηματικές εκροές και έχουμε μεγιστοποιήσει τις χρηματικές εισροές αλλά και μια υγιή δημιουργία πιστωτικού χρήματος.
Κάποια τελικά συμπεράσματα
Η αναδιάταξη των χρηματορροών, ως ενοποιημένη στρατηγική διάσπαρτων προγραμματικών προτάσεων στην προοπτική στήριξης της οικονομίας των αναγκών και της αντιμετώπισης της λιτότητας, δεν είναι μια απλή υπόθεση ούτε έχει κερδίσει ποτέ τη στήριξη, ή έστω, την προσοχή των αριστερών κομματικών δυνάμεων. Ως ριζοσπαστική δυνατότητα όμως έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
  • Δεν επικεντρώνεται στο νόμισμα αλλά στο χρήμα. Δεν επιχειρεί να αποκτήσει την νομισματική κυριαρχία αλλά να ελέγξει κάποιες πτυχές της παραγωγής του χρήματος προς όφελος αυτών που το χρησιμοποιούν ως μέσο για να καλύψουν ανάγκές και όχι υπερ αυτών που το χρησιμοποιούν ως μέσο εναπόθεσης αξίας. Το νόμισμα μπορεί να συζητηθεί, αλλά στη βάση μιας σταθεροποιημένης και ισχυρότερης οικονομίας – όχι στη λογική των ανεξέλεγκτων υποτιμήσεων.
  • Δεν μιλά για Grexit ούτε για δραχμή. Η χώρα παραμένει στο ευρώ, μετά την αθέτηση πληρωμών, πλην του τραπεζικού συστήματος, που αναγκαστικά θα τεθεί εκτός του ευρωσυστήματος.
  • Απαιτεί συνδυασμό μέτρων αναδιανομής και παραγωγικής ανσυγκρότησης και άμεση εφαρμογή τους. Η επιτυχία αυτου του ριζοσπαστικού μείγματος πολιτικής θα αυξήσει τους χρονικούς πόρους που απαιτούνται για την αποφυγή των εκβιασμών, την αναμονή των όποιων θετικών εξελίξεων στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς και τις πιθανές γεωπολιτικές διεξόδους. Όσο εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια τέτοια πολιτική, τόσο συνεχίζεται η χρήση του ευρώ. Αν εγκαταλειφθεί κάποια πτυχή της συνδυαστικής αυτής πολιτικής το ευρώ θα διαρρεύσει.
Μια συμφωνία με τους δανειστές, έστω και σχετικά μέτρια, με ήπια έως πολύ ήπια μέτρα λιτότητας είναι ανταγωνιστική της παραπάνω στρατηγικής η οποια απαιτεί ανυποχώρητη στάση.
Υπάρχουν, αυτή την στιγμή, οι πολιτικές, κινηματικές και οι κομματικές προϋποθέσεις μια τέτοιας πολιτικής σαν την παραπάνω; Δεν νομίζω ότι υπάρχουν. Παραταύτα θέλω να πιστεύω ότι η ιστορία της πολιτικής αριστεράς δεν τελειώνει με την αμφισβητούμενη στρατηγική ενός συμβιβαστικού ορθολογισμού. Ένας νέος κύκλος αγώνων και προγραμματικών αναζητήσεων πρέπει να ανοίξει άμεσα, ανεξάρτητα και πέρα από τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης. Ας μην «κλειδώσουμε» το μέλλον μας.
Η σκοπιμότητα μιας άλλης πολιτικής δεν θα πρέπει να είναι η παραμονή στο ευρώ, αλλά η συνέχιση της χρήσης του ευρώ με προοπτική να διαλυθεί ο μηχανισμός της λιτότητας και να αλλάξει η σχέση μας με την ευρωζώνη. Μόνο έτσι θα αλλάξει και η ευρωζώνη, αν δεχθεί διαφοροποιημένες σχέσεις στο εσωτερικό της. Και αυτό δεν γίνεται χωρίς μεροληπτικές και ταξικές πολιτικές ελέγχου του χρήματος. Το χρήμα είναι η οικονομία – και εμείς πρέπει να βρούμε εκείνες τις πολιτικές και εκείνον το διοικητικό μηχανισμό που να επιβάλλει αυτόν τον έλεγχο με τη μέγιστη λαϊκή συναίνεση και συμμετοχή.

Λίο Πάνιτς: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το μαγικό ραβδάκι


Αναδημοσίευση από http://www.avgi.gr/
  • 18.05.2015
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΜΑΛΗ

Για τις προοπτικές, τους περιορισμούς και τα εμπόδια που συναντά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συζητήσαμε στα γραφεία της "Αυγής" με τον Καναδό καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ Λίο Πάνιτς. Ο αριστερός καθηγητής που παρακολουθεί στενά τα ελληνικά πράγματα και την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, βρέθηκε στην Αθήνα για να δώσει διάλεξη στα ανοιχτά σεμινάρια της Τετάρτης του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Επιστήμης και Κοινωνιολογίας.

* Σε μια καπιταλιστική χώρα όπως η Ελλάδα πήρε την εξουσία ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας. Η κρατική μηχανή ωστόσο, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού όσο και σε επίπεδο δομής, ανήκει στους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, την οικοδομούσαν άλλωστε επί 40 χρόνια. Πώς μπορεί η κυβέρνηση να κάνει δουλειά όταν ο κρατικός μηχανισμός είναι "εχθρικός";

Κάθε αριστερή ή σοσιαλιστική ή σοσιαλδημοκρατική δύναμη που αναλαμβάνει μέσω εκλογών έχει αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Η διαφορά είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια κουλτούρα που δεν το έχει συνηθίσει, δεν έχει βολευτεί με αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν φιλοδοξίες και στόχοι, ακόμη και πρακτικές, που αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις που ενέχει η διακυβέρνηση και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Δεν υπάρχει μαγικό ραβδάκι, μια εκδοχή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρει μόνο να δημιουργήσει μια τίμια, δίκαιη γραφειοκρατική κυβέρνηση με κράτος δικαίου, που θα εφαρμόσει την καπιταλιστική φύση του κράτους με αποτελεσματικό τρόπο. Θα ήταν τραγικό αν ο ΣΥΡΙΖΑ μείνει στην Ιστορία μόνο γι' αυτό, όχι απίθανο όμως. Θα ήταν σίγουρα θετικό αποτέλεσμα, αλλά με σοσιαλιστικούς όρους θα ήταν τραγωδία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνος του στο μέσον μιας παγκόσμιας κρίσης μπήκε στο κράτος από το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε η κρίση. Ελπίζω να καταφέρει να κατορθώσει πολύ περισσότερα -διόλου απίθανο!-, διότι ο καπιταλισμός είναι πλέον τόσο παράλογος, χαοτικός, άνισος, άδικος που η μεταρρύθμιση εντός συστήματος είναι δύσκολη, έτσι το εχθρικό κράτος, που κατά πάσα πιθανότητα είναι σε ανοιχτή γραμμή με τις Βρυξέλλες και τους δίνει ραπόρτο για το τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι κι από μόνο του πρόβλημα.
Αυτό το κράτος, το εχθρικό στον ΣΥΡΙΖΑ, στερείται αξιοπιστίας, διότι επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να μπει, διότι επέβαλε λιτότητα που εξαθλίωσε την κοινωνία, διότι το χρήμα έφευγε πριν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ... Δεν τα θέλει αυτά ο παγκόσμιος καπιταλισμός, θέλει σταθερότητα... Οπότε και το προηγούμενο, το παλιό κράτος είναι τελειωμένο. Οι νέοι άνθρωποι, το νέο κρατικό προσωπικό, που έχει άλλη κουλτούρα -μη πελατειακή-, που θέλει να κάνει περισσότερα από το να συντηρήσει τον καπιταλισμό με καλύτερους όρους, έχει την ευκαιρία να αλλάξει τις κρατικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση των μη ρεφορμιστικών μεταρρυθμίσεων, να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν καταλύτης αλλαγής στην κοινωνία.

* Αν οι θεσμοί μάς πουν "όχι", τι πρέπει να κάνουμε; Aν καταλήξει η διαπραγμάτευση σε ένα δίλημμα "ή με τη λιτότητα ή εκτός Ε.Ε.", τι θα έπρεπε να κάνει η ελληνική πλευρά;

Δυσκολεύομαι να δώσω συμβουλές. Έχω χάσει την υπομονή μου με εκείνους που είναι της άποψης "σπάστε τα τώρα με την Ε.Ε.", αναρωτιέμαι γιατί στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ αφού ήταν προφανές ότι δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να επιχειρήσει να αλλάξει τα πράγματα εντός Ευρώπης. Πάντα πίστευα ότι ήταν αφελές από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι στο DNA της Ε.Ε., θαυμάζω τον Βαρουφάκη και τον Τσακαλώτο που θέτουν λογικές εναλλακτικές, αλλά το να περιμένει κανείς πως οι τεχνοκράτες και οι άλλοι υπουργοί Οικονομικών θα ακούσουν είναι σαν να πιστεύεις πως θα μπεις μέσα στις κρατικές υπηρεσίες και θα βρεις τους ανθρώπους εκεί πρόθυμους να τις εκδημοκρατίσουν. Πρόκειται για έλλειψη ρεαλισμού ώς ένα βαθμό. Οπότε θεωρώ πως χωρίς τεράστια κινητοποίηση των εργατικών κινημάτων στη Γερμανία, στη Σκανδιναβία και στη Γαλλία, που θα πιέσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να διασπάσουν ακόμη και τις κυβερνήσεις τους, θα είναι πολύ δύσκολο. Οι αλλαγές δεν γίνονται στις Βρυξέλλες αλλά σε κάθε εθνική κυβέρνηση ξεχωριστά.

* Μιας και πιάσατε το θέμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Πέφτω συχνά πάνω στον όρο "πασοκοποίηση" (pasokification) που χρησιμοποιείται για να δείξει τη μετακίνηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς νεοφιλελεύθερες λογικές και τη συμμαχία τους με τα συντηρητικά κόμματα οδηγώντας τα στον αφανισμό.

Πολύ φοβάμαι πως ο αφανισμός της Σοσιαλδημοκρατίας -αν και απίθανος- θα αφήσει περιθώριο δράσης σε κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο, που θα ενσωματώσουν μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Η Ακροδεξιά της Λεπέν είναι προϊόν, όπως ήταν ώς ένα βαθμό και τη δεκαετία του '20 και του '30, της ανικανότητας της Σοσιαλδημοκρατίας να παρουσιάσει μια σοσιαλιστική εναλλακτική. Η Σοσιαλδημοκρατία βαδίζει σε αυτό τον δρόμο καιρό τώρα. Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, οι σοσιαλδημοκράτες δεν θα σταθούν στο ύψος της περίστασης.
Οπότε, πώς επηρεάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Η παρούσα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα πάει ώς εκεί που της επιτρέπουν οι Ευρωπαίοι. Είναι εντυπωσιακό το ότι κατάφεραν να αντισταθούν στη φρασεολογία των δανειστών, δεν αποδέχθηκαν την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας όπως την ζητούν οι δανειστές, εκτιμώ ότι στο τέλος θα τις αποδεχθούν και θα πουν στον κόσμο και στο κόμμα πως υπάρχει περιθώριο ελιγμών στην ερμηνεία, ελπίζουν ότι μπορούν να το ερμηνεύσουν με λιγότερο αντιδραστικό τρόπο. Δεν υπάρχει βάση για δημιουργική οικονομικά εναλλακτική την οποία να μπορεί να δημιουργήσει το κόμμα στη βάση του, είναι δύσκολο με πρωτοβουλίες όπως η αυτοδιαχείριση κ.ο.κ. να απαντήσεις στο πρόβλημα της τεράστιας ανεργίας των νέων. Αν υπήρχε τρόπος να βρεθεί μια τέτοια εναλλακτική, τότε η ρήξη με την Ευρώπη θα είχε θετικό αποτέλεσμα και ίσως να ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε αυτήν.

* Στη διάρκεια αυτής της χαοτικής διαπραγμάτευσης, θα έπρεπε η κυβέρνηση να είναι πιο σκληρή ή πιο συγκαταβατική όπως έχει υπάρξει μέχρι σήμερα;

Η νέα κυβέρνηση εξελέγη με τη δέσμευση πως θα διαπραγματευτεί, πως θα κάτσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, έκανε σωστά. Οι υπέρμαχοι της επιστροφής στη δραχμή δεν θα είχαν εκλεγεί ποτέ, οι ίδιοι δεν παρουσιάζουν καν σχέδιο που δεν θα είναι καταστροφικό. Προσωπικά, θα ήθελα να δώ την ελληνική κυβέρνηση να παίρνει το ρίσκο να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο... είναι μεγάλη η ευθύνη, μέτρα στην κίνηση κεφαλαίων, συγκέντρωση όποιων πόρων υπάρχουν για επείγον πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων με σκοπό την ανάπτυξη. Θα υπήρχε και η απαίτηση από το κόμμα να είναι ικανό να διατηρήσει την υποστήριξη στη διάρκεια της μετάβασης...

* Κινδυνεύει ένα κινηματικό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ να χάσει την επαφή με τον κόσμο του όταν γίνει κυβέρνηση;

Nαι, μπορεί. Έτσι έχει γίνει με τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα είτε αυτά αναλαμβάνουν μέσω εκλογών είτε μέσω εξέγερσης αποκλείονται από τη βάση ή το κόμμα γίνεται παράγοντας διαχείρισης. Νομίζω ότι δεν έχουμε φτάσει εκεί και νομίζω ότι δεν θα συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, 50 χρόνια απογοήτευσης από τη Σοσιαλδημοκρατία και τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα θα βοηθήσουν να μην συμβεί αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ρίζες του στη νέα Αριστερά της δεκαετίας του '60. Στόχος είναι η δημιουργία ενός νέου σοσιαλιστικού υποδείγματος.

ΕΑΣ Μαγνησίας: Να στηρίξουμε την ελπίδα & να αποτρέψουμε την καταστροφή!


Δημοσιεύουμε ανακοίνωση της Ενωτικής Αριστερής Συνεργασίας Μαγνησίας 

Να στηρίξουμε την ελπίδα & να αποτρέψουμε την καταστροφή!


Μετά από τρεις και κάτι μήνες διαπραγμάτευσης όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι οι δανειστές και η ελληνική οικονομική ολιγαρχία απαιτούν ένα και μόνο πράγμα: την υποταγή της κυβέρνησης και του λαού. Απαιτούνε να μην εφαρμοστεί σχεδόν τίποτα από τις προεκλογικές δεσμεύσεις και από τα μέτρα που θα ελαφρύνουν το λαό, θα μειώσουν την ανεργία και θα ενεργοποιήσουν την οικονομία. Αντίθετα, απαιτούν να συνεχιστεί η ίδια πολιτική λιτότητας, έστω και με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Ο λόγος είναι απλός, η Γερμανική και οι άλλες άρχουσες τάξεις δεν είναι διατεθειμένες να επιτρέψουν σε μια κυβέρνηση με κορμό ένα κόμμα της Αριστεράς να δείξει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί τότε το «μικρόβιο» θα εξαπλωθεί σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο. 

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η ως τώρα πορεία της κυβέρνησης δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσματα, γιατί οι «εταίροι»-αντίπαλοί μας δεν θέλουν να εφαρμοστεί κανένα φιλολαϊκό μέτρο.
  • Τα περισσότερα από τα μέτρα της Θεσσαλονίκης έχουν παγώσει (όπως ο κατώτατος μισθός, οι συλλογικές συμβάσεις, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ κα).
  • Σε πολλά μέτωπα καταγράφονται υποχωρήσεις και παλινωδίες (ΤΑΙΠΕΔ, Σκουριές, ΟΛΠ, άλλες ιδιωτικοποιήσεις).
  • Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να συνεχίσει να αποπληρώνει κανονικά το χρέος παρότι οι δανειστές δεν καταβάλουν τις δικές τους δόσεις ως όφειλαν, κάτι που οδήγησε στο στράγγισμα των κρατικών ταμείων.
  • Οι τοποθετήσεις προσώπων όπως ο Παυλόπουλος, ο Πανούσης, ο Ταγματάρχης, η Έλενα Παναρίτη κα σε καίριες θέσεις κλείνουν το μάτι στο πολιτικό-τεχνοκρατικό προσωπικό του κατεστημένου.
  • Παρ` όλα αυτά, η πλευρά των δανειστών όχι μόνο δεν κάνει πίσω αλλά απαιτεί την πλήρη υποταγή της κυβέρνησης ζητώντας διαρκώς αντιλαϊκά μέτρα. 

H επιλογή της υπαναχώρησης ισοδυναμεί με καταστροφή (ακόμη και αν αυτή βαφτιστεί «έντιμος συμβιβασμός»), πρώτα από όλα για τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που ασφυκτιούν μετά από 5 χρόνια λιτότητας και ταξικών επιθέσεων. 

Θα είναι όμως καταστροφή και για το ΣΥΡΙΖΑ γιατί τότε θα αποδειχτεί ότι είναι «μια από τα ίδια», ένα κόμμα που άλλα υπόσχεται προεκλογικά και άλλα κάνει όταν έρθει στην κυβέρνηση. Και με δεδομένη τη σημερινή στάση των υπόλοιπων δυνάμεων της Αριστεράς (απομονωτισμός και άρνηση συζήτησης και συνεργασίας στο όνομα μιας υποτιθέμενης «επαναστατικής καθαρότητας») το κόστος θα το πληρώσει ολόκληρη η Αριστερά και όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για νέα άνοδο της ακροδεξιάς όλων των αποχρώσεων. 

Όμως, το ζήτημα δεν έχει κριθεί. Είναι γεγονός ότι ο αρχικός ενθουσιασμός, που εκφράστηκε στις παλλαϊκές συγκεντρώσεις του Φλεβάρη, έχει δώσει τη θέση του στην αμηχανία, τον προβληματισμό και την ανησυχία. Όμως η πλειοψηφία της κοινωνίας συνεχίζει και στηρίζει την κυβέρνηση. 

Η κυβέρνηση πρέπει να στραφεί προς τη βάση της κοινωνίας, τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και να πει την αλήθεια! Η προσπάθεια για διαπραγμάτευση και για φιλολαϊκή πολιτική εντός του συστήματος και εντός του ευρώ και με τη συγκατάθεση των δανειστών έγινε και κατέληξε σε αδιέξοδο. Γιατί οι δανειστές λένε «συνεχίστε τη λιτότητα, συνεχίστε τα μνημόνια»! Απέναντι σε αυτό πρέπει να απαντήσουμε «θα σταματήσουμε τη λιτότητα και τα μνημόνια πάση θυσία!». Στους εκβιασμούς να απαντήσουμε ότι η ευημερία και αξιοπρεπής διαβίωση του ελληνικού λαού μπαίνει πάνω από το €. Με βάση αυτή την εξήγηση η κυβέρνηση πρέπει να καλέσει τον ίδιο το λαό να πάρει την απόφαση μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες πάνω στο δίλημμα «Μνημόνια και λιτότητα ή Ρήξη και Αξιοπρέπεια». 

Ταυτόχρονα πρέπει να εξηγηθεί ότι η επιλογή να αντισταθούμε στον στραγγαλισμό των «εταίρων»-αντιπάλων και να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας, θα οδηγήσει σε ρήξη και πιθανά σε έξοδο από το € και ότι οι δυσκολίες τις οποίες θα προκαλέσει η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα (υποτίμηση και σαμποτάζ από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο) μπορούν να αντιμετωπιστούν με συγκεκριμένα μέτρα όπως:
  • η άμεση παύση αποπληρωμής και η διαγραφή του χρέους – ένα χρέος για το οποίο δεν ευθύνονται οι εργαζόμενοι και ο λαός και το οποίο το έχουμε χιλιοπληρώσει
  • η εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών κλάδων και επιχειρήσεων της οικονομίας – δηλαδή το πέρασμά τους στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της κοινωνίας
  • ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων και του εξωτερικού εμπορίου για να εμποδιστεί η κερδοσκοπία και το σαμποτάζ
  • ο δημοκρατικός έλεγχος της παραγωγής και της οικονομίας μέσα από την καθιέρωση συνθηκών διαφάνειας και κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και διαχείρισης σε όλο το φάσμα της οικονομίας και του δημοσίου
  • οι άμεσες και μαζικές δημόσιες επενδύσεις (πχ αναγκαία έργα υποδομής όπως νοσοκομεία, σχολεία, ανάπτυξη ΑΠΕ μέσω της ΔΕΗ κοκ) και οι προσλήψεις σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, το κράτος πρόνοιας για να αντιμετωπιστεί η τεράστια ανεργία ειδικά της νεολαίας
  • η στήριξη των μικρών αγροτών, των μικρομεσαίων και των αυτοαπασχολούμενων μέσα από διαγραφές χρεών και χαμηλότοκα/άτοκα δάνεια για να σταθούν στα πόδια τους και να επενδύσουν
  • η δήμευση πλούτου που έχει προέλθει από φοροδιαφυγή, μίζες, σκάνδαλα κλπ Η καταδίκη των εμπλεκομένων σε περιπτώσεις διαπλοκής (λίστα Λαγκάρντ κ.α.)
  • ένα προοδευτικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα που να ελαφρύνει τα βάρη των φτωχών στρωμάτων και να επιβαρύνει τους πλούσιους
  • και τέλος μέσα από ένα κάλεσμα για κοινή πάλη με τους εργαζόμενους της υπόλοιπης Ευρώπης και ειδικά του Νότου ενάντια στις άρχουσες τάξεις για μια άλλη Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων, για μια σοσιαλιστική προοπτική

Αυτή η πορεία παρά τις δυσκολίες είναι η μόνη που μπορεί να προσφέρει πραγματικά προοπτική! Επιπλέον μια τέτοια πορεία θα κερδίσει άμεσα την τεράστια υποστήριξη των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων όχι μόνο της χώρας μας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης και διεθνώς. 




 

Πέρα από τη διαλεκτική της απόλυτης ρήξης ή της πλήρους ενσωμάτωσης - Για μια πολιτική της συνάντησης

  




Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές η νέα κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνει 72 ημέρες. Η «δημιουργική» ασάφεια της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου έχει αξιοποιηθεί στρατηγικά από τις ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες έχουν εντείνει τις πιέσεις τους σε βαθμό αφόρητο, προσπαθώντας να διασπάσουν, μεταξύ άλλων, τη συνοχή και τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα πολλαπλά δημοσιεύματα του ξένου τύπου για τον υπουργό οικονομικών, όπως και αυτά που στηλιτεύουν τη συνεργασία  ΣΥΡΙΖΑ και  ΑΝΕΛ και τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση. Διάφορα σενάρια (διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, αποπομπή των ΑΝΕΛ, συμμετοχή ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού) είναι στην ημερήσια διάταξη. Όμως και στο εσωτερικό η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα ετερόκλητο πλήθος αντιδράσεων και «αντιστάσεων».





 Οι καταλήψεις του αντιεξουσιαστικού  χώρου για την κατάργηση, μεταξύ άλλων, των τρομονόμων (άρθρο187 και 187Α του ΠΚ),οι απεργίες πείνας των πολιτικών κρατουμένων για τους ίδιους λόγους, οι κινητοποιήσεις των κατοίκων στις Σκουριές Χαλκιδικής ενάντια στην εξόρυξη χρυσού αλλά και οι αντισυγκεντρώσεις των μεταλλωρύχων, οι εντάσεις στα Εξάρχεια, οι διαρκείς επιθέσεις του καταρρέοντος μιντιακού κατεστημένου (Μέγκα, Σκάι, Καθημερινή, Έθνος, κ.λπ.), οι κινητοποιήσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων ενάντια την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας συνθέτουν ένα πλέγμα πολιτικών πιέσεων μεγάλου φάσματος, το οποίο απαιτεί σύνθετους και λεπτούς χειρισμούς από τη μεριά της κυβέρνησης της Αριστεράς. Πέρα όμως από τις ποικίλες καθημερινές προκλήσεις και το πλήθος των ανοικτών μετώπων που καλείται να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα  η κυβέρνηση, υπάρχει και το ζήτημα της πολιτικής στρατηγικής που αφορά το κόμμα μας, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ.
   
Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε, η αλήθεια είναι χωρίς να αποφεύγουμε μία κάποια σχηματοποίηση, πως στο εσωτερικό του κόμματος φαίνεται να έχουν ισχυρά ερείσματα δύο στρατηγικές, δύο  φαντασιακά. Το πρώτο  είναι αυτό που θεωρεί: « απαγορευτική τη σύγκρουση με τους «θεσμούς», χάριν της παραμονής στην Ευρωζώνη»[1] και το δεύτερο είναι αυτό  που επιθυμεί την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Το παρών κείμενο θα προσπαθήσει πολύ σύντομα να ανιχνεύσει τις άδηλες και υπόρρητες κοινές παραδοχές που συνδέουν αυτά τα φαινομενικά αντιδιαμετρικά φαντασιακά, αλλά και να προτείνει μια πιθανή οδό διαφυγής μεταξύ της Σκύλας της ρήξης και της Χάρυβδης της ενσωμάτωσης. Οδηγός πλεύσης  είναι οι θέσεις του Αλτουσέρ για έναν υλισμό της συνάντησης[2]:

«Σε αναρίθμητα εδάφια, ο Μαρξ, και ασφαλώς δεν πρόκειται για κάτι τυχαίο, μας εξηγεί ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γεννήθηκε από τη “συνάντηση” ανάμεσα στον “άνθρωπο των σκούδων” και τον προλετάριο που στερείται τα πάντα, πέραν της εργασιακής του δύναμης. “Συνέβη” αυτή η συνάντηση να λάβει χώρα και να “πιάσει”, πράγμα που σημαίνει ότι δεν καταστράφηκε αμέσως μετά την παραγωγή της, αλλά διήρκεσε και έγινε ένα συντελεσμένο γεγονός --το συντελεσμένο γεγονός αυτής της συνάντησης-- που προκάλεσε σταθερές σχέσεις και μια αναγκαιότητα, η μελέτη των οποίων παρέχει “νόμους”, βεβαίως κατά τάση: τους νόμους της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (νόμος της αξίας, νόμος της ανταλλαγής, νόμος των κυκλικών κρίσεων, νόμος της κρίσης και της αποσύνθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, νόμος του περάσματος –μετάβασης− στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής υπό τους νόμους της ταξικής πάλης κ.λπ.). Αυτό που προέχει, σε αυτήν την αντίληψη, δεν είναι τόσο η εκφορά των νόμων, και συνεπώς μιας ουσίας, όσο ο αστάθμητος χαρακτήρας της “εμπέδωσης”[“prise”] αυτής της συνάντησης που προωθεί το συντελεσμένο γεγονός, για το οποίο μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους».